ἀνοιγῇ

ἀνοιγῇ
ἀνοίγνυμι
open
aor subj pass 3rd sg
ἀνοιγῆι , ἀνοιγεύς
opener
masc dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανοιγή — ἀνοιγή, η (Α) [ανοίγω] άνοιγμα, άπλωμα («ἀνοιγὴν δὲ χειρῶν Αὐτοῡ καὶ τὴν τοὺ Σταυροῡ ἔκτασιν χρὴ λογίζεσθαι», Ιω. Χρυσόστομος) …   Dictionary of Greek

  • ἀνοίγῃ — ἀνοίγνυμι open pres subj mp 2nd sg ἀνοίγνυμι open pres ind mp 2nd sg ἀνοίγνυμι open pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PITHOEGIA Sacra — celebrabantur Athenis die 11. mensis Anthesterionis: memorata Scholiasti Aristophanis ad Acharnenses, φηςί δὲ Ἀπολλόδωρος Ἀνθεςτήρια καλεῖςθαι κοινῶς ὅλην τὴν ἑορτὴν Διονύςῳ ἀγομένην᾿ κατὰ μέρος δὲ Πιθοιγίαν, Χόας, Χύτρους, Ait autem Apollodorus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • Πρίγκος, Ιωάννης — (Zαγορά Πηλίου 1725; – 1789). Φιλογενής έμπορος, βιβλιόφιλος και ευεργέτης της γενέτειράς του. Πρόωρα ορφανεμένος και σχεδόν αγράμματος, επιδόθηκε στο μικρεμπόριο στα κοντινά λιμάνια της Ανατολής: Αλεξάνδρεια (1740), Βενετία, Σμύρνη. Στο μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”